Warning: "continue" targeting switch is equivalent to "break". Did you mean to use "continue 2"? in /home/yannisps/public_html/wp-content/themes/Divi/includes/builder/functions.php on line 5753
Το «Ξωτικό» της Τριχωνίδας | yannispsimadas

Το «Ξωτικό» της Τριχωνίδας

Γραμμένα από Μάχη Χριστοφορίδου Human stories on 11/12/2018

https://www.humanstories.gr/to-quot-xotiko-quot-tis-trichonidas/

«Η μουσική ξεπλύνει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας». – Σύμφωνα με τον Berthold Auerbach, Γερμανό συγγραφέα. Και δεν έχει άδικο. Ο Γιάννης Ψειμάδας, είναι ένας μικρός επαναστάτης. Που με μια πλαστική κιθάρα στα πρώτα του βήματα, ξεκίνησε να ονειρεύεται και να πραγματοποιεί με μικρά βηματάκια, όνειρα που δεν είχε καν φανταστεί. Η μουσική έδωσε χρώμα και φως στην καθημερινότητα του. Έγινε το όχημα του σε έναν άλλο κόσμο, μαγικό.

Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παναιτώλιο, στο Αγρίνιο, Το χωριό που παλιά ονομαζόταν Μουσταφούλι. Το χωριό του λεγόταν Μουσταφούλι, από τον Μουσταφά μπέη. Στους νεότερους χρόνους πήρε το όνομά του από την Αιτωλική συμπολιτεία.  Γεννήθηκε σε αγροτική οικογένεια. «Γεννήθηκα δίπλα από την λίμνη Τριχωνίδα, την «υγρή μάννα του τόπου μου» όπως τη λέω με αγάπη. Αυτή η νεραϊδόλιμνη που ξεδιψάει την πεδιάδα του χωριού μου και τρέφει τις ελιές και τα πορτοκάλια, επηρέασε πολύ την ιδιοσυγκρασία μου ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη επίσης. Ζούσαμε και ανδρωθήκαμε από ότι μας πρόσφερε η γη, από τον κόπο της καλλιέργειας που κάναμε σε καθημερινή βάση. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο. Δεν υπήρχαν τότε «εισαγόμενοι εργάτες» για να κάνουμε εμείς τους εργοδότες κι αυτοί να δουλεύουν. Δουλεύαμε όλοι. Μικροί και μεγάλοι. Καπνά, η πιο σκληρή δουλειά, μποστάνια με καρπούζια τεράστια σαν αυτά που έβλεπα στα Μίκυ Μάους. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν μες στα χωράφια. Επτά χρονών παιδί, διαλαλούσα την πραμάτεια μου στις λαϊκές αγορές. Παιδικές διακοπές δεν γνώρισα. Γιατί όταν σταματούσαμε το σχολείο, μπαίναμε κατευθείαν στη δουλειά, κι όταν αραίωναν οι δουλειές είχε φτάσει πια 25 Αυγούστου. Η μόνη μου διαφυγή ήταν η μουσική. Από τότε που την ανακάλυψα ήταν το όχημά μου για έναν άλλο κόσμο». Μας εξιστορεί ο Γιάννης και συνεχίζει: «Σημαντικός αρχαίος τόπος η περιοχή. Μετά ήρθαν τα εξωτερικά γεωπολιτικά κόλπα δυστυχώς και σταμάτησαν με ύπουλο τρόπο την αγροτική παραγωγή κι ο τόπος μου φτώχυνε, γιατί δεν είχε άλλες επιλογές. Επίσης η αστυφιλία ήταν η μεγαλύτερη αιτία της υποβάθμισής του. Όπως και η πλήρης αδιαφορία της επίσημης πολιτείας».

Ο Γιάννης δεν καταγόταν από μουσική οικογένεια. Η μουσική προέκυψε στη ζωή του ξαφνικά. Ήταν το πεπρωμένο του. Όταν ήταν 4χρονών, βρέθηκε σε ένα πανηγύρι και έμεινε ακούνητος μπροστά στον τσιγγάνο κιθαρίστα, που έπαιζε με δεξιοτεχνία μια κόκκινη ηλεκτρική κιθάρα. Αυτό ήταν, μαγεύτηκε. Όπως ο Οδυσσέας που μαγεύτηκε από τις σειρήνες.  Αυτή η πρώτη επαφή με την κόκκινη ηλεκτρική κιθάρα, έγινε η αρχή ενός όμορφου ταξιδιού. «Σκεφτόμουν μόλις σταματήσουν για φαγητό, να πάω κρυφά και να αγγίξω την κιθάρα. Να την αγκαλιάσω. Πολύ επαναστατική σκέψη, δεδομένου ότι το ΜΗ ήταν η κυριότερη λέξη που ακούγαμε τότε. Ένοιωσα όπως θα ένοιωθε ένας επιστήμονας της NASA αν βρισκόταν ξαφνικά μπροστά σε ένα διαστημόπλοιο από άλλο ηλιακό σύστημα. Κόλλησα τόσο πολύ που μετά από μέρες όταν βρέθηκα μπρος σε έναν πάγκο με παιχνίδια, επέμενα να μου αγοράσει ο πατέρας μου μια πλαστική κιθαρίτσα με χορδές ενώ αυτός ήθελε να μου αγοράσει ένα πλαστικό ποντικάκι. Τη διεκδίκησα κλαίγοντας. Ήταν η πρώτη μου κιθάρα. Την κρέμασα από το λαιμό με ένα σκοινί και πήγαινα μπροστά στους καφενέδες και στις κοριτσοπαρέες από τα μεγαλύτερα κορίτσια κι έπαιζα. Με κοίταζαν σαν εξωγήινο. Και πιο πολύ με ένα ύφος, σαν να μου λέγανε «το κακόμοιρο χάζεψε». Αργότερα μεγαλώνοντας, με πήρε ένας μεγαλύτερος ξάδερφος για βοηθό ελαιοχρωματιστή. Αυτός τραγουδούσε υπέροχα Πουλόπουλο. Κι εγώ δειλά, δειλά του έκανα φωνητικά. Όταν έγινα 12 χρονών, πήγα στον πατέρα μου αποφασισμένος. Την ώρα που φόρτωνα τον γάιδαρο με καρπούζια στη μέση ενός απέραντου χωραφιού και του λέω «θέλω να μου αγοράσεις μία κανονική κιθάρα διαφορετικά θα φύγω και θα πάω να δουλέψω αλλού για να την αγοράσω μόνος μου». Πήρε κάτι χωμάτινες πέτρες και με κυνηγούσε σε όλο το χωράφι πετώντας τες πάνω μου. Τελικά το πήρε απόφαση και μου αγόρασε την πρώτη μου κανονική κιθάρα. Κοιμόμουν κυριολεκτικά μαζί της. Αυτοδίδακτος γιατί μου δήλωσε ότι δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα να με στείλει σε έναν δάσκαλο κιθάρας που ήταν ταυτόχρονα και κουρέας. Μετά, άρχισα να ακούω και τις εκπομπές του εκπληκτικού Γιάννη Πετρίδη στην Ελληνική Ραδιοφωνία και αγάπησα πολύ το είδος μουσικής που παρουσίαζε. Στο χωριό, από τους πιο πολλούς ήμουν αποδιοπομπαίος τράγος. Με έβλεπαν σαν περίεργο ξωτικό, αλλά κάπου το χαιρόμουν. Γιατί κέρδιζα έτσι και την ησυχία μου. Να σου πω την αλήθεια κάπως έτσι με αντιμετωπίζουν και σήμερα. Όχι οι συντοπίτες οι οποίοι τελικά με έχουν αποδεχτεί, αλλά η «επίσημη» πολιτεία παρά την μέχρι τώρα πορεία μου στο χώρο και ειδικά από τη στιγμή που ακούστηκε ο τόπος μου σε όλον τον κόσμο από τις τελετές Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Το «ουδείς προφήτης στον τόπο του» οι δικοί μου εκεί το έχουν εφαρμόσει στην τελειότητα και είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που εφάρμοσαν σωστά. Τραγελαφικό». Μας λέει με μια δόση πικρίας ο Γιάννης.

Όταν τελείωσε το σχολείο αποφάσισε να σπουδάσει μουσική. Σπούδαζε μουσική και τη μισή μέρα για ένα χρόνο φόρτωνε νταλίκες με υφάσματα, σε αποθήκη μεγάλης εταιρίας. Οι οδηγοί περιμένοντας με τσιγάρο και καφέ να φορτώσει ο Γιάννης το εμπόρευμα, έβλεπαν ένα λεπτοκαμωμένο 19χρονο να φορτώνει και να ξεφορτώνει την νταλίκα και σταυροκοπιόντουσαν. Και του ψιθύριζαν κρυφά «τι δουλειά έχεις εσύ εδώ ρε φίλε, δεν είναι για εσένα αυτά». Και όντως δεν ήταν. Μετά από 6 μήνες σκληρής δουλειάς παραιτήθηκε και μπήκε στο χώρο της νύχτας, σαν μουσικός και τραγουδιστής.  «Ήξερα ενστικτωδώς από πολύ μικρή ηλικία πως ότι και να κάνω στη ζωή μου η μουσική δεν θα με αφήνει σε ησυχία και θα με τσιγκλάει. Άλλωστε δεν ήμουν άνθρωπος του διαβάσματος  για να τρέχω στα πανεπιστήμια. Το μόνο που θυμάμαι έντονα ήταν ότι ήθελα να γίνω πιλότος μαχητικού αεροπλάνου. Κόλλησα από τότε που είδα τα πρώτα ελικόπτερα που πετούσαν πολύ χαμηλά στο χωριό ραντίζοντας τα χωράφια μας και τα έλεγα λιβελούλες. Το πιλότος μαχητικού, μου κόλλησε από έναν βετεράνο πιλότο συγχωριανό μου. Που όταν περνούσε από το χωριό με το mirage έκανε τούμπες πάνω από το σπίτι της μάνας του και βγαίναμε όλοι έξω με το στόμα ανοιχτό. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ο συγκεκριμένος πιλότος που μου κόλλησε την τρέλα του μαχητικού αεροπλάνου, αυτός με απέτρεψε και αργότερα. Έμαθα ότι τον είχε βάλει ο πατέρας μου κρυφά να με τρομάξει. Έτσι τελειώνοντας το σχολείο πήρα την απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική. Ούτως ή άλλως, αν χρειαζόταν να ρίξω βόμβα με το αεροπλάνο δεν θα το κάνα ποτέ. Εκτός κι αν είχα υποστεί πλύση εγκεφάλου. Έτσι η αεροπορία έχασε έναν μη λειτουργικό πιλότο και με κέρδισε η μουσική».

 

 

 

«Αγαπώ ότι μας φέρνει από το παρελθόν τη γνώση,

το κάλλος, τις τέχνες, την πλούσια ιστορία»

 

Η αρχαία τραγωδία, το θέατρο, η σύνθεση και η τελετή Αφής στην Αρχαία Ολυμπία…«Όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο βρέθηκα για πρώτη φορά σε αρχαιολογικό χώρο κι έμεινα μαγεμένος και τρομαγμένος ταυτόχρονα. Ακίνητος να κοιτάζω τα αρχαία ευρήματα. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένα μεγάλο βιβλίο για μένα. Παίζω αρκετά μουσικά όργανα. Και συνηθισμένα αλλά και πιο περίεργα.  Από όλο τον κόσμο, τα οποία συλλέγω εδώ και χρόνια. Δουλεύω επαγγελματικά ως μουσικός με σαξόφωνο και κιθάρα-τραγούδι  . Το αγαπημένο μου είναι το Theremin που βγάζει νότες χωρίς να το αγγίζω και έχει ήχο φωνής σοπράνο τραγουδίστριας. Πάντα ήθελα να γράψω μουσική για αρχαία τραγωδία.  Την εγκυμονούσα κυριολεκτικά μέσα μου και όταν μου ζητήθηκε μουσική σύνθεση για την Ανδρομάχη του Ευριπίδη, όλη αυτή η μουσική βγήκε στο φως. Μου έφερε και το πρώτο βραβείο μουσικής σύνθεσης από φεστιβάλ θεάτρου. Μετά ήρθαν άλλες αρχαίες τραγωδίες. Αριστοφάνης, Λόρκα, Μπρεχτ κλπ. Πολλά χρόνια, αμέτρητα ξενύχτια και συμπόρευση με τους ήρωες και την σημασία των θεατρικών έργων. Την εποχή που έγραφα για την Αντιγόνη του Σοφοκλή για μία βδομάδα έβλεπα αυτό το επαναστατημένο κορίτσι στον ύπνο μου. Θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη μουσικής-θέατρου. Έχω δοθεί πολύ σε αυτό».

Η συμμετοχή του Γιάννη στην Τελετή Αφής στην αρχαία Ολυμπία, Αποτέλεσε για τον ίδιο μοναδική εμπειρία. «Μπήκα μέσα στην Ιερά Άλτη της αρχαίας Ολυμπίας την πρώτη φορά ακούγοντας την μουσική μου να γεμίζει τον χώρο και βλέποντας τις Ιέρειες πάνω στον λόφο να λειτουργούν σε τέλεια αρμονία μαζί της. Μοναδική εμπειρία. Η χημεία μου με την χορογράφο της Αφής, Άρτεμις Ιγνατίου, με την Πρωθιέρεια και τις Ιέρειες παίζει ένα ουσιαστικό ρόλο για το άρτιο αποτέλεσμα. Με την τέχνη μας σαν όπλο δίνουμε στα έθνη ένα δείγμα φωτός ομορφιάς και ποίησης που είναι ποτισμένη η χώρα αυτή που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Είναι μεγάλη τιμή για μένα η συμμετοχή αυτή».

Από το 2000 ο Γιάννης μαζί με την Νίκη Κάπαρη αφηγήτρια-Δασκάλα,(https://goo.gl/Pp8fJJ) ταξιδεύουν με παραδοσιακά παραμύθια και μουσική μικρούς και μεγάλους. Αφηγούνταν σε αρχαιολογικούς χώρους «το παραμύθι της Κυριακής». Και αντλούσαν έμπνευση από τα εκθέματα του μουσείου. Ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες συμμετείχαν και σε αφηγηματικές βραδιές, σε νησιά των Κυκλάδων. «Το να βλέπεις παιδιά να κάθονται ακούνητα και με αυτιά και μυαλά ανοιχτά, να ακούν την αφήγηση της Νίκης και τις νότες μου, και να συνυπάρχουν ψυχή τε και σώματι μέσα στις ιστορίες μας δεν είναι και λίγο. Μεγαλώσαμε πολλά παιδιά με τις αφηγήσεις μας. Κι έρχονται τώρα ενήλικοι πια για μας ακούσουν ξανά.  Επίσης στις Κυκλάδες, η γιαγιά κι ο παππούς με το μπαστούνι στο ένα χέρι και στο άλλο το καρεκλάκι, να κάθεται μπροστά μας και να μας ακούει σαν παιδάκι. Δεν είναι και λίγο πράγμα. Η Νίκη έχει το χάρισμα σαν αφηγήτρια που λίγοι το έχουν και δεν είναι υπερβολή αυτό που λέω. Δημιουργεί γέφυρες ανάμεσα σε αυτή και στον ακροατή. Εγώ λειτουργώ σαν παράλληλος αφηγητής μαζί της με τις μουσικές μου. Το πιο ωραίο που μου είπε μια γιαγιά στη Χίο: «Μπράβο αγόρι μου, να λες τραγούδια της Βουγιουκλάκη γιατί σου πάνε». Προφανώς, επειδή τέλειωσα μια παράσταση με το «νανούρισμα» του Λοίζου από τη «νεράιδα και το παλικάρι». Πάγωσα. Γέλασα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Τέλος, στην Τζια μια κοπέλα μετά την παράσταση ήρθε και με αγκάλιασε κι έκλαιγε με λυγμούς. Και μετά εξαφανίστηκε χωρίς να πει λέξη…».

Η Ελλάδα για το Γιάννη είναι φως και έμπνευση. Διαφαίνεται όμως μια πικρία στα λόγια του. Όχι μόνο του Γιάννη αλλά όλων των ανθρώπων που προσπαθούν να αντισταθούν στην ασχήμια. «Για μένα η Ελλάδα είναι αυτό το φως που ξεχύνεται από παντού. Που έμπαινε πάντα από τις γρίλιες. Έστω και  μια ακτίνα του ήταν αρκετή  για να  φωτίσει τη μέρα σου. Είναι οι βόλτες που έκανα πάνω στο αλέτρι και τη σβάρνα όταν ο πατέρας μου όργωνε το χωράφι με το άλογο και του μίλαγε σαν άνθρωπο σύντροφο. Νοιώθω ότι έχουμε χάσει το δρόμο μας και αυτό έγινε και γίνεται εσκεμμένα. Κακή χρήση των social media. Διαλέξαμε τα «καθρεφτάκια»,  κι αφήσαμε τα «διαμάντια» στην άκρη. Προτιμήσαμε το εύκολο και το γυαλιστερό από το αυτόφωτο. Προσπαθώ να κρατάω όσο μπορώ με τη στάση ζωής και με τα όπλα της τέχνης μου μια αντίσταση στην ασχήμια. Πληρώνω το τίμημα όπως και πολλοί άλλοι». Αν είχε ένα μαγικό ραβδί θα άλλαζε πολλά…«Είναι πολλά που θα ήθελα να αλλάξω.  Και αυτό το ραβδί, θα έπρεπε να έχει τεράστιες μαγικές δυνάμεις. Ας αφήσω την ελπίδα, ότι οι καινούριες γενιές θα αλλάξουν αυτή τη σκουριά και την ομίχλη που καλύπτει ύπουλα στα πάντα».

 

 

 

Ο Γιάννης συνεχίζει, να ονειρεύεται. Πάντα με οδηγό τη μουσική του. «Θέλω να ταξιδέψω όλο τον κόσμο. Να δώσω και να πάρω μουσική. Να φτιάξω ένα καραβόσπιτο στούντιο στις όχθες της λίμνης μου και να ξανοίγομαι τα βράδια, βλέποντας τα φώτα από τα χωριά που την περικυκλώνουν. Και να ηχογραφώ ιδέες. Ελπίζω κάποια στιγμή να ακούσω τη μουσική μου για αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο».

Ο Γιάννης θα περιέγραφε την Ελλάδα με τη λύρα του Απόλλωνα, το λιτό μουσικό όργανο με τις λιγοστές χορδές αλλά τόσο μεστές και μελωδικές. Με το φως που βγαίνει από τον ήχο της που αντανακλά στην ακοή, στο μυαλό και στην ψυχή.

«Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα

και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών

και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε

κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.»

Ο τρόπος σκέψης και ζωής που έχουμε χάσει. Η Ελλάδα που αγνοήσαμε και αγνοούμε θαμπωμένοι από τα κρυσταλλάκια του δήθεν και της προόδου. Του άκρατου ναρκισσισμού. Η έννοια για τον διπλανό, για το γείτονα. Το ατέλειωτο παιχνίδι στις γειτονιές χωρίς φόβο. Τα όνειρα, οι έρωτες, η ελπίδα για το μέλλον που μας τη θαμπώνουν με ύπουλο τρόπο. Όλα κλεισμένα μέσα στον στίχο του Ελύτη. Αυτό που θέλω να αντιπροσωπεύω με την τέχνη μου.